ἀκατήχητος

ἀκατήχητος
ἀκατ-ήχητος, ον,
A not encompassed by sound, Suid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακατήχητος — η, ο (Α ἀκατήχητος, ον) [κατηχῶ] αυτός που δεν έχει κατηχηθεί, δεν έχει διδαχθεί τις θεμελιώδεις αρχές τής χριστιανικής πίστης νεοελλ. αδασκάλευτος, ακατατόπιστος αρχ. κατά τη Σούδα «ὁ μὴ ὑπὸ ἤχου περιβαλλόμενος» …   Dictionary of Greek

  • ακατήχητος — η, ο αυτός που δεν κατηχήθηκε, δε μυήθηκε σε κάτι (θρησκεία, μυστικό σχέδιο): Ήταν ακόμη ακατήχητος στις πολιτικές μανούβρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκατηχήτων — ἀκατήχητος not encompassed by sound masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκατήχητοι — ἀκατήχητος not encompassed by sound masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”